αγνωριά

αγνωριά
η και αγνωρισιά, η
1. το να μην ξέρει κανείς, να μην έχει γνώσεις.
2. το να μην τον ξέρουν, να 'ναι άγνωστος: Τον στενοχωρούσε η αγνωρισιά σ' αυτόν τον τόπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”